φυλογονικός

φυλογονικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυλογονία
2. ο σχετικός με τις γενετήσιες σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα.
επίρρ...
φυλογονικώς και φυλογονικά
από φυλογονική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυλογονία. Η λ., στον λόγιο τ. τού επιρρ. φυλογονικῶς, μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυλογονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυλογονία (βλ. λ.). 2. αυτός που αναφέρεται στις γενετήσιες σχέσεις των φύλων: Φυλογονικό ένστικτο (το γενετήσιο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”